-
1 κατα-φυλλο-ροέω
κατα-φυλλο-ροέω, die Blätter fallen lassen, das Laub verlieren; übh. verwelken, vergehen; τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind. Ol. 12, 16.
-
2 καταφυλλοροεω
досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать(τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.)
-
3 καταφυλλοροέω
1 shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν)ποδῶν O. 12.15
См. также в других словарях:
καταφυλλοροώ — καταφυλλοροῶ, έω (Α) 1. ρίχνω τα φύλλα 2. μτφ. χάνω τη λαμπρότητά μου, φθείρομαι («ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek